ἀλλύεσκεν

ἀλλύεσκεν
ἀλ-λύεσκεν, ἀλλύουσα: see ἀναλύω.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀλλύεσκεν — ἀναλύω cause to wander imperf ind act 3rd sg (epic ionic) ἀλλύ̱εσκεν , ἀναλύω cause to wander imperf ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημάτιος — ἠμάτιος, ίη, ον (Α) (ποιητ. τ. τού ημερήσιος) 1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τής ημέρας («ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστὸν νύκτας δ ἀλλύεσκεν», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ο καθημερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμαρ, τος «μέρα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”